ντελίβερι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ντελίβερι < (άμεσο δάνειο) αγγλική delivery (διανομή)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ντελίβερι ουδέτερο άκλιτο
- (αγγλισμός, καθομιλουμένη) η μεταφορά αγαθών (συνήθως τροφίμων και ποτών) από το εστιατόριο (ή γενικότερα το κατάστημα) μέχρι το σπίτι (ή γενικότερα το χώρο) του καταναλωτή
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Παράγωγα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Αγγλισμοί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)