ντελβές

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ντελβές οι ντελβέδες
      γενική του ντελβέ των ντελβέδων
    αιτιατική τον ντελβέ τους ντελβέδες
     κλητική ντελβέ ντελβέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ντελβές < (άμεσο δάνειο) τουρκική telve με ηχηροποίηση [t]>[d] από τη συμπροφορά της αιτιατικής: τον τελβέ [ton telve > tondelve > ton delve][1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /delˈves/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ντελβές αρσενικό

  • το κατακάθι που μένει σε ένα φλιτζάνι ελληνικού (ή τούρκικου) καφέ

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]