ντελιβερού
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ντελιβερού < ντελιβεράς + κατάληξη θηλυκού -ού
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ντελιβερού θηλυκό
- (επάγγελμα) θηλυκό του ντελιβεράς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ντελιβερού