ντεμοντέ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ντεμοντέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική démodé [1]
Επίθετο
[επεξεργασία]ντεμοντέ άκλιτο
- (μόδα) ο εκτός μόδας, o παλιομοδίτικος
- ⮡ ντεμοντέ ρούχα
- (μεταφορικά) ο ξεπερασμένος, ο απαρχαιωμένος
- ⮡ ντεμοντέ αντιλήψεις
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ντεμοντέ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας