ντεμπουτάρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ντεμπουτάρω < ντεμπούτο
Ρήμα[επεξεργασία]
ντεμπουτάρω
- ντεμπουτάρει στο ποδόσφαιρο
- ντεμπουτάρω στο νέο τηλεοπτικό πρόγραμμα