ντερβίσικος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ντερβίσικος < ντερβίσ(ης) + -ικος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /deɾˈvi.si.kos/
Επίρρημα
[επεξεργασία]ντερβίσικος
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- ντερβίσικα
- → δείτε τη λέξη ντερβίσης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ντερβίσικος
|