ντετερμινίστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ντετερμινίστρια < ντετερμινιστής + -τρια < γερμανική Determinist < Determinismus
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ντετερμινίστρια θηλυκό
- (φιλοσοφία) θηλυκό του ντετερμινιστής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ντετερμινίστρια
|