ντεφιλέ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ντεφιλέ < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ντεφιλέ ουδέτερο άκλιτο
- επίδειξη μόδας υψηλής ραπτικής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ντεφιλέ
|