ντεψίζικα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | ντεψίζικα | ||
γενική | των | ντεψίζικων | ||
αιτιατική | τα | ντεψίζικα | ||
κλητική | ντεψίζικα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ντεψίζικα < εντεψίζικα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ντεψίζικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (ιδιωματικό) άλλη μορφή του εντεψίζικα
Επίρρημα[επεξεργασία]
ντεψίζικα
- (ιδιωματικό) άλλη μορφή του εντεψίζικα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ντεψίζικα
|