ντιζελοκίνηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ντιζελοκίνηση οι ντιζελοκινήσεις
      γενική της ντιζελοκίνησης των ντιζελοκινήσεων
    αιτιατική την ντιζελοκίνηση τις ντιζελοκινήσεις
     κλητική ντιζελοκίνηση ντιζελοκινήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ντιζελοκίνηση < ντίζελ + -ο- + κίνηση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ντιζελοκίνηση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]