ντιλεταντισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ντιλεταντισμός < από το ιταλικό ρήμα dilettare=απολαμβάνω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ντιλεταντισμός αρσενικό
- η ιδιότητα του ντιλετάντη, η ενασχόληση με την τέχνη από προσωπικό ενδιαφέρον, ερασιτεχνισμός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ντιλεταντισμός