ντιμινουέντο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ντιμινουέντο < (άμεσο δάνειο) ιταλική diminuendo
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ντιμινουέντο ουδέτερο άκλιτο
- (μουσική) η βαθμιαία ελάττωση της έντασης του ήχου
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ντιμινουέντο
|
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Μουσική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)