ντιρέκτ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

ντιρέκτ

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ντιρέκτ < αγγλική direct

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ντιρέκτ ουδέτερο άκλιτο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]