ντογάνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ντογάνα οι ντογάνες
      γενική της ντογάνας
    αιτιατική την ντογάνα τις ντογάνες
     κλητική ντογάνα ντογάνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ντογάνα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ντογάνα θηλυκό

  • το τελωνείο, επί τουρκοκρατίας, που παρέμεινε σε χρήση και μετά την απελευθέρωση

Μεταφράσεις[επεξεργασία]