ντοκιμαντερίστας
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ντοκιμαντερίστας < ντοκιμαντέρ + -ίστας
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ντοκιμαντερίστας αρσενικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ντοκιμαντερίστας
|