ντοκουμεντάρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ντοκουμεντάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική documentare
Ρήμα[επεξεργασία]
ντοκουμεντάρω
- προσθέτω ντοκουμέντα, τεκμήρια στην έκφρασή μου με σκοπό την υποστήριξη της γνώμης μου