ντοπαρισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ντοπαρισμένος < ντοπάρω
Μετοχή[επεξεργασία]
ντοπαρισμένος
- (αθλητισμός) αυτός που έχει λάβει διάφορες ουσίες με σκοπό τη βελτίωση των αθλητικών του επιδόσεων