ντουζίνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ντουζίνα οι ντουζίνες
      γενική της ντουζίνας των (ντουζίνων)
    αιτιατική την ντουζίνα τις ντουζίνες
     κλητική ντουζίνα ντουζίνες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ντουζίνα < (άμεσο δάνειο) βενετική dozzina, γαλλική douzaine[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ντουζίνα θηλυκό

  • σύνολο από δώδεκα όμοια πράγματα

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]