ντουσουρμές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ντουσουρμές < τουρκική düşürmek < οθωμανική τουρκική دوشورمك < دوشمك (düşmek) < πρωτοτουρκική *tüĺ-
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ντουσουρμές αρσενικό
- (ιδιωματικό, παρωχημένο) το παιδομάζωμα
- (ιδιωματικό, παρωχημένο) μικρός στρατός που αποτελείται από ετερόκλητα στοιχεία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ντουσουρμές
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καφές' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοτουρκική (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)