ντουφεκίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ντουφεκίζω < ντουφέκ(ι) + -ίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

ντουφεκίζω

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]