ντούκου

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ντούκου < λείπει η ετυμολογία

Επίρρημα[επεξεργασία]

ντούκου

  1. (σε χαρτοπαίγνια) το δικαίωμα που έχει ένας παίκτης να μη συμμετέχει στο ποντάρισμα σε ένα γύρο, χωρίς να βγαίνει από το παιχνίδι
  2. (για πληρωμή) εξόφληση με καταβολή μετρητών
    απαιτήσαμε να μας δώσουν όλα τα λεφτά ντούκου, ειδάλλως η πώληση δεν θα γινόταν
  3. περνάει στο ντούκου: για κάτι που δεν του δίνεται η δέουσα προσοχή, που περνά απαρατήρητο ή αδιάφορα
    Περίμενα από κάποιους να προστατεύσουν την ιδιαιτερότητα και τη σπανιότητα αυτής της δουλειάς, αλλά όχι, πέρασε και αυτό στο ντούκου. (συνέντευξη της Όλιας Λαζαρίδου στην εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, 16/10/2011)
  4. ντούκου ντούκου: (ηχομιμητικό) επαναλαμβανόμενος χτύπος
    ακουγόταν μόνο το ντούκου ντούκου της γραφομηχανής
     συνώνυμα: ντάκα ντούκα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]