ντούτσε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈdu.t͡se/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ντού‐τσε
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ντούτσε αρσενικό άκλιτο
- προσωνυμία του Μπενίτο Μουσολίνι, ο αρχηγός
- ※ Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του / και τη σκούφια την ψηλή του / μ' όλα τα φτερά (Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του, στίχοι: Γιώργος Θίσβιος, μουσική: Θεόφραστος Σακελλαρίδης, εκτέλεση: Σοφία Βέμπο, 1941)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προσωνυμίες (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα στίχους τραγουδιών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)