ντράβαλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | ντράβαλα | ||
γενική | των | ντράβαλων | ||
αιτιατική | τα | ντράβαλα | ||
κλητική | ντράβαλα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ντράβαλα < (άμεσο δάνειο) ιταλική travaglia < travagliare < γαλλική travailler < παλαιά γαλλική traveillier (υποφέρω) < δημώδης λατινική *tripaliare < λατινική tripalium < tripalis < tri- + palus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peh₂ǵ- (ενδυναμώνω, αποκαθιστώ)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈdɾa.va.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ντρά‐βα‐λα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ντράβαλα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ντράβαλα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα δημώδη λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Οικείοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)