ντρόγκα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ντρόγκα οι ντρόγκες
      γενική της ντρόγκας
    αιτιατική την ντρόγκα τις ντρόγκες
     κλητική ντρόγκα ντρόγκες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ντρόγκα < (άμεσο δάνειο) ιταλική droga

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ντρόγκα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]