ντόλτσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ντόλτσα < ιταλική dolce < λατινική dulcis

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ντόλτσα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό, άκλιτο

  • ποικιλία πορτοκαλιών με γλυκιά γεύση

Μεταφράσεις[επεξεργασία]