ντόμπρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ντόμπρα < ντόμπρος

Επίρρημα[επεξεργασία]

ντόμπρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ντόμπρα ουδέτερο άκλιτο

  • νόμισμα του Σάο Τομέ και Πρίνσιπε

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

ντόμπρα