ντόνατ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ντόνατ < αγγλικά donut
Ένα ντόνατ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ντόνατ ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]