ντόπινγκ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ντόπινγκ ουδέτερο άκλιτο
- (αθλητισμός) η χορήγηση σε κάποιον χημικών ουσιών με σκοπό τη βελτίωση των αθλητικών του επιδόσεων