ντόρτι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ντόρτι < (άμεσο δάνειο) τουρκική dört
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ντόρτι ουδέτερο
- το τεσσάρι στο ζάρι
- για μας τα ντόρτια κι οι διπλές και γι' άλλους οι εξάρες (λαϊκό τραγούδι)