ντότζο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ντότζο < (άμεσο δάνειο) ιαπωνική 道場 (dōjō) (道=δρόμος, 場=περιοχή)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ντότζο ουδέτερο άκλιτο
- σχολείο όπου ασκούνται οι πολεμικές τέχνες
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
ντότζο στη Βικιπαίδεια