ντύμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ντύμα τα ντύματα
      γενική του ντύματος των ντυμάτων
    αιτιατική το ντύμα τα ντύματα
     κλητική ντύμα ντύματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ντύμα < ντύνω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ντύμα ουδέτερο

  • επένδυση, ιδιαίτερα επένδυση βιβλίου με αδιαφανές αυτοκόλλητο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]