ντώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ντώνω < τεντώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

ντώνω

  • χαλαρώνω
    ※  Στὸν Πύργο, ὅμως, στὴν Ἠλεία γενικά , τὸ «ντώνω» σημαίνει ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο τοῦ τεντώνω : χαλαρώνω, ὑφίεμαι. «Ο πονοκέφαλος μὲ ντώνει λίγο», ἔλεγαν (καὶ λένε) οἱ μανάδες μας (Αρχείο Ευβοϊκών Μελετών, τόμος 21, Εταιρεία Ευβοϊκών Μελετών, 1977, σελ. 265)
    ※  Η λογοκρισία είχε ντώσει τα λουριά κι άρχισαν να εκδίδονται βιβλία στοχασμού και λογοτεχνίας ή και να επανεκδίδονται κάποια απαγορευμένα (Ηλίας Γκρις, Το μελάνι φωνάζει: Η 17 Νοέμβρη 1973 στη λογοτεχνία, 2003, σελ. 24)

Κλίση[επεξεργασία]