ντώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
ντώνω < τεντώνω
Ρήμα[επεξεργασία]
ντώνω
- χαλαρώνω
- ※ Στὸν Πύργο, ὅμως, στὴν Ἠλεία γενικά , τὸ «ντώνω» σημαίνει ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο τοῦ τεντώνω : χαλαρώνω, ὑφίεμαι. «Ο πονοκέφαλος μὲ ντώνει λίγο», ἔλεγαν (καὶ λένε) οἱ μανάδες μας (Αρχείο Ευβοϊκών Μελετών, τόμος 21, Εταιρεία Ευβοϊκών Μελετών, 1977, σελ. 265)
- ※ Η λογοκρισία είχε ντώσει τα λουριά κι άρχισαν να εκδίδονται βιβλία στοχασμού και λογοτεχνίας ή και να επανεκδίδονται κάποια απαγορευμένα (Ηλίας Γκρις, Το μελάνι φωνάζει: Η 17 Νοέμβρη 1973 στη λογοτεχνία, 2003, σελ. 24)
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ντώνω | έντωνα | θα ντώνω | να ντώνω | ντώνοντας | |
β' ενικ. | ντώνεις | έντωνες | θα ντώνεις | να ντώνεις | ντώνε | |
γ' ενικ. | ντώνει | έντωνε | θα ντώνει | να ντώνει | ||
α' πληθ. | ντώνουμε | ντώναμε | θα ντώνουμε | να ντώνουμε | ||
β' πληθ. | ντώνετε | ντώνατε | θα ντώνετε | να ντώνετε | ντώνετε | |
γ' πληθ. | ντώνουν(ε) | έντωναν ντώναν(ε) |
θα ντώνουν(ε) | να ντώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έντωσα | θα ντώσω | να ντώσω | ντώσει | ||
β' ενικ. | έντωσες | θα ντώσεις | να ντώσεις | ντώσε | ||
γ' ενικ. | έντωσε | θα ντώσει | να ντώσει | |||
α' πληθ. | ντώσαμε | θα ντώσουμε | να ντώσουμε | |||
β' πληθ. | ντώσατε | θα ντώσετε | να ντώσετε | ντώστε | ||
γ' πληθ. | έντωσαν ντώσαν(ε) |
θα ντώσουν(ε) | να ντώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ντώσει | είχα ντώσει | θα έχω ντώσει | να έχω ντώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ντώσει | είχες ντώσει | θα έχεις ντώσει | να έχεις ντώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ντώσει | είχε ντώσει | θα έχει ντώσει | να έχει ντώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ντώσει | είχαμε ντώσει | θα έχουμε ντώσει | να έχουμε ντώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ντώσει | είχατε ντώσει | θα έχετε ντώσει | να έχετε ντώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ντώσει | είχαν ντώσει | θα έχουν ντώσει | να έχουν ντώσει |
|