νυκτάλωψ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται να μορφοποιηθούν όπως συνηθίζεται στο Βικιλεξικό,
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες.

Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού.



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
νυκτᾰλωπ-
ονομαστική / νυκτάλωψ οἱ/αἱ νυκτάλωπες
      γενική τοῦ/τῆς νυκτάλωπος τῶν νυκταλώπων
      δοτική τῷ/τῇ νυκτάλωπ τοῖς/ταῖς νυκτάλωψ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν νυκτάλωπ τοὺς/τὰς νυκτάλωπᾰς
     κλητική ! νυκτάλωψ νυκτάλωπες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  νυκτάλωπε
γεν-δοτ τοῖν  νυκταλώποιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κώνωψ' όπως «κώνωψ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νυκτάλωψ < νύξ + αν/αλ (α στερητικό)+ ὢψ • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νυκτάλωψ αρσενικό ή θηλυκό

  1. (αρχική σημασία) που δεν μπορεί να δει τη νύχτα
  2. (καθώς η ρίζα της λέξης σκοτίστηκε, επικράτησε η αντίθετη σημασία) που έβλεπε καλά στη διάρκεια της νύχτας ή που έβλεπε μόνον τη νύχτα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]