νυμφεύομαι εξ αριστεράς χειρός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

→ δείτε τις λέξεις ἐνυμφεύθη, νυμφεύομαι και ἐξ ἀριστερᾶς, θηλυκό, γενική του ἀριστερός, και χειρὸς, γενική του χείρ
και → δείτε τις λέξεις αριστερός και χέρι • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Έκφραση[επεξεργασία]

νυμφεύομαι εξ αριστεράς χειρός