νυμφομανής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | νυμφομανής | η | νυμφομανής | το | νυμφομανές |
γενική | του | νυμφομανούς* | της | νυμφομανούς | του | νυμφομανούς |
αιτιατική | τον | νυμφομανή | τη | νυμφομανή | το | νυμφομανές |
κλητική | νυμφομανή(ς) | νυμφομανής | νυμφομανές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | νυμφομανείς | οι | νυμφομανείς | τα | νυμφομανή |
γενική | των | νυμφομανών | των | νυμφομανών | των | νυμφομανών |
αιτιατική | τους | νυμφομανείς | τις | νυμφομανείς | τα | νυμφομανή |
κλητική | νυμφομανείς | νυμφομανείς | νυμφομανή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νυμφομανής < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική nymphomane < αρχαία ελληνική νύμφη + μανία
Επίθετο[επεξεργασία]
νυμφομανής, -ής, -ές
- που αφορά (συνήθως) γυναίκα που επιδιώκει τη σύναψη πολλών σεξουαλικών επαφών με τον ίδιο ή διαφορετικούς συντρόφους
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νυμφομανής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νυμφομανής αρσενικό ή θηλυκό
- (συνήθως) γυναίκα που επιδιώκει τη σύναψη πολλών σεξουαλικών επαφών με τον ίδιο ή διαφορετικούς συντρόφους
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νυμφομανής
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'συνεχής' (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)