νυσταγμένε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]
νυσταγμένε
- νυσταγμένος, στην κλητική του ενικού