νυχάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νυχάκι τα νυχάκια
      γενική
    αιτιατική το νυχάκι τα νυχάκια
     κλητική νυχάκι νυχάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νυχάκι < νύχι + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νυχάκι ουδέτερο

  1. υποκοριστικό του νύχι
  2. (ειδικότερα) (γαστρονομία) είδος πολύ μικρού ρυζιού

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη νύχι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε νύχι