νυχιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νυχιάζω < νύχι + -ιάζω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /niˈça.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νυ‐χιά‐ζω

Ρήμα[επεξεργασία]

νυχιάζω (παθητική φωνή: νυχιάζομαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]