νυχτέρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | νυχτέρι | τα | νυχτέρια |
γενική | του | νυχτεριού | των | νυχτεριών |
αιτιατική | το | νυχτέρι | τα | νυχτέρια |
κλητική | νυχτέρι | νυχτέρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νυχτέρι < ελληνιστική κοινή νυκτέριον, ουδέτερο του νυκτέριος < αρχαία ελληνική νύξ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νυχτέρι ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) δραστηριότητα ή εργασία που γίνεται σχεδόν σε όλη τη διάρκεια της νύχτας
- (λαϊκότροπο, ειδικότερα) ολονύχτιο γλέντι
- (οινολογία) είδος κρασιού
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη νύχτα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νυχτέρι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)