νωθρότης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική νωθρότης αἱ νωθρότητες
      γενική τῆς νωθρότητος τῶν νωθροτήτων
      δοτική τῇ νωθρότητ ταῖς νωθρότησ(ν)
    αιτιατική τὴν νωθρότητ τὰς νωθρότητᾰς
     κλητική ! νωθρότης νωθρότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  νωθρότητε
γεν-δοτ τοῖν  νωθροτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νωθρότης < νωθρό(ς) + -της

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νωθρότης, -ητος θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]