νωχελής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | νωχελής | η | νωχελής | το | νωχελές |
γενική | του | νωχελούς* | της | νωχελούς | του | νωχελούς |
αιτιατική | τον | νωχελή | τη | νωχελή | το | νωχελές |
κλητική | νωχελή(ς) | νωχελής | νωχελές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | νωχελείς | οι | νωχελείς | τα | νωχελή |
γενική | των | νωχελών | των | νωχελών | των | νωχελών |
αιτιατική | τους | νωχελείς | τις | νωχελείς | τα | νωχελή |
κλητική | νωχελείς | νωχελείς | νωχελή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νωχελής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νωχελής[1] < νωχαλής < νῶκαρ (νωθρότητα) < προέλευσης από την προελληνική [2]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /no.çeˈlis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νω‐χε‐λής
Επίθετο
[επεξεργασία]νωχελής, -ής, -ές
- που αδιαφορεί ή που βαριέται να κάνει οποιαδήποτε πνευματική ή σωματική προσπάθεια
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] νωχελής
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ νωχελής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ βλ. Αγγλικό Βικιλεξικό
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'συνεχής' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την προελληνική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)