νόμιμο χρήμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νόμιμο χρήμα → δείτε τις λέξεις νόμιμος και χρήμα

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

νόμιμο χρήμα ουδέτερο

  • (οικονομία) μέσο πληρωμής που δεν καλύπτεται από απόθεμα κάποιου υλικού (π.χ. του χρυσού) και δεν έχει, έτσι, κάποια εσωτερική αξία

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]