νόος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση


Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική νόος > νοῦς οἱ νόοι   > νοῖ
      γενική τοῦ νόου > νοῦ τῶν νόων > νῶν
      δοτική τῷ νό   > ν τοῖς νόοις > νοῖς
    αιτιατική τὸν νόον > νοῦν τοὺς νόους > νοῦς
     κλητική ! νόε   > νοῦ νόοι   > νοῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  νόω   > νώ
γεν-δοτ τοῖν  νόοιν > νοῖν
2η κλίση, ομάδα 'πλόος πλοῦς', Κατηγορία 'πλόος' όπως «πλόος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νόος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νόος αρσενικό, συνηρημένο, αττικός τύπος : νοῦς

Σημειώσεις[επεξεργασία]

άλλοι κλιτικοί τύποι:

  • ελληνιστικοί, από την 3η κλίση: τοῦ νόος, τῷ νοΐ
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές[επεξεργασία]