νόρμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νόρμα οι νόρμες
      γενική της νόρμας
    αιτιατική τη νόρμα τις νόρμες
     κλητική νόρμα νόρμες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νόρμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νόρμα θηλυκό

  1. πρότυπο
  2. τύπος
  3. μέθοδος
  4. προκαθορισμένος χρόνος εκτέλεσης έργου, προρυθμισμένη διάρκεια
  5. συμπεριφορικός κανόνας

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]