νόσος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | νόσος | οι | νόσοι |
γενική | της | νόσου | των | νόσων |
αιτιατική | τη | νόσο | τις | νόσους |
κλητική | νόσε | νόσοι | ||
όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νόσος < (λόγιο) αρχαία ελληνική νόσος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈnɔ.sɔs/
- συλλαβισμός : νό‐σος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νόσος θηλυκό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- ανοσία
- άνοσος & συγγενικά
- νοσο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα νοσο- στο Βικιλεξικό όπως
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νόσος