νότια σότο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κατηγορία:Γλώσσα νότια σότο

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νότια σότο άκλιτο, θηλυκό, μόνο στον ενικό ή ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • κωδικός γλώσσας: st

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]