Μετάβαση στο περιεχόμενο

νότιος

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: νοτίως
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νότιος η νότια
& νότιος
το νότιο
      γενική του νότιου
& νοτίου
της νότιας
& νοτίου
του νότιου
& νοτίου
    αιτιατική τον νότιο τη νότια
& νότιο
το νότιο
     κλητική νότιε νότια
& νότιε
νότιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νότιοι οι νότιες
& νότιοι
τα νότια
      γενική των νότιων
& νοτίων
των νότιων
& νοτίων
των νότιων
& νοτίων
    αιτιατική τους νότιους
& νοτίους
τις νότιες
& νοτίους
τα νότια
     κλητική νότιοι νότιες
& νότιοι
νότια
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση.
Και μόνο για την ειδική σημασία: «νότιο τμήμα τόπου».
Κατηγορία όπως «ευκλείδειος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
νότιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νότιος < νότ(ος) + -ιος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈno.ti.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νότιος

Επίθετο

[επεξεργασία]

νότιος, -α, -ο (συγκριτικός: νοτιότερος, υπερθετικός: νοτιότατος)

  1. που βρίσκεται στον νότο
      νότιος πόλος
  2. που βρίσκεται στο νότιο τμήμα τόπου
    και λόγιο θηλυκό σε -ος, όπως Νότιος Αμερική
  3. που κοιτάει προς τον νότο
      Η νότια πλευρά του σπιτιού.
  4. που προέρχεται από τον νότο
      νότιος άνεμος
  5. (για γλώσσες) που μιλιέται στο βόρειο τμήμα περιοχής

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

 και δείτε τη λέξη νότος

Σύνθετα

[επεξεργασία]

όπως ενδεικτικά

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
νότιος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική νότιος

Επίθετο

[επεξεργασία]

νότιος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

 και δείτε τη λέξη νότος (νότιος άνεμος, υγρασία)



γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική νότιος νοτί
& νότιος
τὸ νότιον
      γενική τοῦ νοτίου τῆς νοτίᾱς
& νοτίου
τοῦ νοτίου
      δοτική τῷ νοτί τῇ νοτί
& νοτί
τῷ νοτί
    αιτιατική τὸν νότιον τὴν νοτίᾱν
& νότιον
τὸ νότιον
     κλητική ! νότιε νοτί
& νότιε
νότιον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ νότιοι αἱ νότιαι
& νότιοι
τὰ νότι
      γενική τῶν νοτίων τῶν νοτίων
& νοτίων
τῶν νοτίων
      δοτική τοῖς νοτίοις ταῖς νοτίαις
& νοτίοις
τοῖς νοτίοις
    αιτιατική τοὺς νοτίους τὰς νοτίᾱς
& νοτίους
τὰ νότι
     κλητική ! νότιοι νότιαι
& νότιοι
νότι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ νοτίω τὼ νοτί
& νοτίω
τὼ νοτίω
      γεν-δοτ τοῖν νοτίοιν τοῖν νοτίαιν
& νοτίοιν
τοῖν νοτίοιν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'δίκαιος' όπως «δίκαιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
νότιος, ήδη ομηρικό < Νότ(ος) + -ιος

Επίθετο

[επεξεργασία]

νότιος, -α, -ον & -ος, -ος, -ον, συγκριτικός: νοτιώτερος, υπερθετικός:  νοτιώτατος

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]