Μετάβαση στο περιεχόμενο

νύσσω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
νύσσω < λείπει η ετυμολογία

νύσσω αττικό νύττω, μέλλοντας: νύξω