νύχιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νύχιος < νύξ

Επίθετο[επεξεργασία]

νύχιος, νυχία, νύχιον και ὁ ἡ νύχιος, το νύχιον

  1. που ενεργεί τη νύχτα, που συμβαίνει στη διάρκεια της νύχτας
  2. ο ζοφερός, ο σκοτεινός, πιθανά ο ύποπτος και ο κακόβουλος

Συγγενικά[επεξεργασία]