νώμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: νῶμος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νώμος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική νῶμος → δείτε τη λέξη ὦμος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νώμος αρσενικό

Πηγές[επεξεργασία]

  • (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)